πρόσβλεψη

πρόσβλεψη
η / πρόσβλεψις, -έψεως, ΝΑ, δωρ. τ. ποτίβλεψις [προσβλέπω]
η προσήλωση τού βλέμματος σε ένα σημείο
αρχ.
(στον δωρ. τ.) άποψη, εξωτερική όψη.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • προσβλέψῃ — προσβλέψηι , πρόσβλεψις looking at fem dat sg (epic) προσβλέπω look at aor subj mid 2nd sg προσβλέπω look at aor subj act 3rd sg προσβλέπω look at fut ind mid 2nd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ανακοίταγμα — το και κοίταμα [ανακοιτάζομαι] το να κοιτάζει ο ένας τον άλλον, αμοιβαίο κοίταγμα, αμοιβαία πρόσβλεψη …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”